- γιάτραινα
- ηη γιάτρισσα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιάτρισσα — και γιάτραινα και γιατρίνα, η 1. η ιατρός, η γιατρός 2. σύζυγος γιατρού 3. (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που γιατρεύει και γενικά βοηθάει τους αρρώστους και τους αναξιοπαθείς («τής Παναγίας τής Γιάτρισσας», 8 Σεπτ.) … Dictionary of Greek